ἀμελήσαντος

ἀμελήσαντος
ἀμελέω
—have no care for
aor part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμμηχανώμαι — άομαι, ΜΑ φροντίζω από κοινού με άλλον να βρω κάτι ή να προμηθεύσω κάτι («ὡς ἐμοῡ μηδέποτε ἀμελήσαντος τοῡ τὰ ἐπιτήδεια τοῑς στρατιώταις συμμηχανᾱσθαι», Ξεν.) αρχ. 1. προπαρασκευάζω τεχνικώς κάτι, κάνω σχέδια από κοινού με άλλον 2. παθ. είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”